βούλευμα

Revision as of 09:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A resolution, purpose, A.Pr.171 (lyr.), 619, Ar.Av.993, etc.: freq. in pl., Pi.N.5.28, Hdt.3.80, S.OT45, A.Th.594, Pl.R.334a, D.18.296: prov., τοῖς οἰκείοις β. ἁλίσκεσθαι 'to be hoist with one's own petard', Lib.Or.59.20.    II sitting of a βουλή, φοιτᾶν εἰς τὰ β. Philostr.Her.19.6.

German (Pape)

[Seite 457] τό, Rathschluß, Beschluß, Pind. N. 5, 28; oft bei Tragg., bes. häufig im plur., z. B. ἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα Aesch. Spt. 576; seltener Rath, Soph. El. 955. – Prosa, Her. 6, 100. 7, 10, 4; τὰ τῶν πολεμίων Plat. Rep. I, 334 a u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

βούλευμα: -ατος, τό, ἀπόφασις μετὰ προηγουμένην σκέψιν, σκοπός, σχέδιον, Λατ. consilium, Ἡρόδ. 3. 80, 82, Αἰσχύλ. Πρ. 170, 619, κτλ.· συχνότερον κατὰ πληθ., Πίνδ. Ν. 5. 52, Τραγ., καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ.