βούλευμα
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
English (LSJ)
-ατος, τό,
A resolution, purpose, A.Pr.171 (lyr.), 619, Ar.Av.993, etc.: freq. in plural, Pi.N.5.28, Hdt.3.80, S.OT45, A.Th.594, Pl.R. 334a, D.18.296: prov., τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι 'to be hoist with one's own petard', Lib.Or.59.20.
II sitting of a βουλή, φοιτᾶν εἰς τὰ βουλεύματα Philostr.Her.19.6.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 resolución, decisión, propósito
a) gener. β. μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ de Zeus fue la decisión, de Hefesto la mano A.Pr.619, cf. 170, Th.594, Eu.717, Pr.762, 1055, αὑτός εἰμι τῷ βουλεύματι soy del mismo parecer S.OT 557, cf. 45, E.Ph.1646, Hp.Vict.4.88, ἐξευρὼν β. Hdt.5.98, τίς ἰδέα βουλεύματος; ¿cuál es tu propósito? Ar.Au.993 (cód.), cf. Ach.837, Pl.Grg.486a, PFay.20.2 (III/IV d.C.), τὸ β. τῶν τοξευμάτων el propósito de los disparos Hld.9.5.3
•frec. en plu. Τύχης βουλήμασι καὶ θεῶν βουλεύμασι Gorg.B 11.6, τύχης ἀγρεύμασιν, οὐ γνώμης βουλεύμασιν por las trampas de la fortuna, no por las decisiones de la mente Gorg.B 11.19, cf. Longus 4.24.2, φροντίδων βουλεύματα E.Hec.626, τὰ νῦν βουλεύματα Ar.Ec.17, σοφὰ φρεσὶ βουλεύματα εἰδώς X.Smp.8.30;
b) c. sent. neg. πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν persuadiendo a su esposo con diversos ardides Pi.N.5.28, κακὰ βουλεύματα planes perversos E.Hipp.650
•prov. τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι = ser cazado por las propias decisiones Lib.Or.59.20;
c) decisiones adoptadas por cuerpos políticos o militares τί μοι νεώτερον βούλευμ' ἀπ' Ἀργείων ἔχεις S.Ph.560, por el estado o el ejército aten., Th.3.36, 8.76, And.3.29, por las ciudades-estado en gener., Th.5.113, X.Cyr.6.1.40, Isoc.6.92, τὰ τῶν πολεμίων ... βουλεύματα los planes de los enemigos Pl.R.334a, μήτε φοιτῶν ἐς τὰ βουλεύματα y no asistiendo a las decisiones, e.e. al consejo de jefes, ref. a Aquiles, Philostr.Her.62.2, cf. Lyd.Mag.1.30.
2 opinión, consejo dado a alguien πρὸς τοῦ δ' ἐπείσθης καὶ τίνος βουλεύμασιν; A.Eu.593, ἢν ἐπίσπῃ τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν ... εὐσέβειαν ἐκ πατρὸς ... οἴσῃ S.El.967, σοφὸν γὰρ ἓν βούλευμα τὰς πολλὰς χέρας νικᾷ E.Fr.200
•ref. a opiniones presentadas ante cuerpos o asambleas políticas ὑμᾶς δὲ χρὴ ... πιστοῖσι πιστὰ ξυμφέρειν βουλεύματα A.Pers.528, cf. 172, A.1352, Hdt.5.106, τίς θέλει πόλει χρηστόν τι βούλευμ' ἐς μέσον φέρειν ἔχων; ¿quién quiere aportar en público un consejo útil para la ciudad? E.Supp.439.
German (Pape)
[Seite 457] τό, Rathschluß, Beschluß, Pind. N. 5, 28; oft bei Tragg., bes. häufig im plur., z. B. ἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα Aesch. Spt. 576; seltener Rath, Soph. El. 955. – Prosa, Her. 6, 100. 7, 10, 4; τὰ τῶν πολεμίων Plat. Rep. I, 334 a u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 résultat, d'une délibération, résolution, dessein arrêté;
2 conseil, avis.
Étymologie: βουλεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούλευμα -ατος, τό βουλεύω besluit, plan:. βουλεύματα πάντα ἐς τὸ κοινὸν ἀναφέρει (de massa) legt alle besluiten aan de volksvergadering voor Hdt. 3.80.6; τίς ἰδέα βουλεύματος; wat voor soort plan? Aristoph. Av. 993.
Russian (Dvoretsky)
βούλευμα: ατος τό тж. pl.
1 решение, постановление, тж. заключение, мнение Pind., Trag.;
2 замысел, план Aesch., Her., Plat., Plut.;
3 совет, наставление (ἐπισπεῖν βουλεύμασί τινος Soph.).
English (Slater)
βούλευμα
1 purpose, plan — ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν (N. 5.28) οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. ]σσέ νιν ὑπάτοισιν βουλεύοντι: μασι sc. of Zeus Δ. 4. 36.
Greek Monolingual
το (AM βούλευμα) βουλεύω
γνωμοδότηση
νεοελλ.
απόφαση του δικαστικού συμβουλίου μετά γραπτή πρόταση και προφορική ανάπτυξη από τον Εισαγγελέα
μσν.
συμβουλή
αρχ.
απόφαση, κρίση.
Greek Monotonic
βούλευμα: -ατος, τό (βουλεύω), απόφαση κατόπιν ωρίμου σκέψεως, σκοπός, επιδίωξη, σχέδιο, σε Ηρόδ., Αττ.
Greek (Liddell-Scott)
βούλευμα: -ατος, τό, ἀπόφασις μετὰ προηγουμένην σκέψιν, σκοπός, σχέδιον, Λατ. consilium, Ἡρόδ. 3. 80, 82, Αἰσχύλ. Πρ. 170, 619, κτλ.· συχνότερον κατὰ πληθ., Πίνδ. Ν. 5. 52, Τραγ., καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ.
Middle Liddell
βουλεύω
a deliberate resolution, purpose, design, plan, Hdt., Attic
English (Woodhouse)
intention, plan, purpose, resolve
Lexicon Thucydideum
consultum, decretum, resolved, decree, 3.36.4, 5.113.1, 8.76.6.
Translations
decision
Arabic: قَرَار, تَصْمِيم; Egyptian Arabic: حكم; Hijazi Arabic: قرار; Armenian: որոշում; Azerbaijani: qərar; Basque: erabaki; Belarusian: рашэнне; Bulgarian: решение; Catalan: decisió; Chinese Cantonese: 決定; Mandarin: 決定, 决定; Czech: rozhodnutí; Danish: beslutning; Dutch: beslissing, besluit; Esperanto: decido; Finnish: päätös; French: décision; Georgian: გადაწყვეტილება; German: Entscheidung, Beschluss; Greek: απόφαση; Ancient Greek: αἶσα, ἀξίωμα, ἀπόκρισις, ἀπόφασις, βούλευμα, βούλημα, βούλησις, βουλιτία, βραβεία, βράβευμα, γνώμη, γνῶσις, δέκρητον, διαβούλιον, διαγνώμη, διαγνωρισμός, διάγνωσις, διαδικασία, διάκρισις, διάληψις, διάλημψις, διόρισις, δόγμα, δόκημα, δόκησις, ἔγκρισις, ἐκδικία, ἐπίγνωσις, θελημοσύνη, κρίμα, κρῖμα, κρίσις, ὅρος, σύγκρισις, ψήφισμα, ϝαδά; Hebrew: הַחְלָטָה; Hindi: निर्णय, फ़ैसला; Hungarian: döntés; Icelandic: ákvörðun; Irish: cinneadh; Italian: decisione; Japanese: 決定, 決断; Kazakh: шешім; Khmer: សម្រេច, សាលក្រម, ការសម្រេចចិត្ត; Korean: 결정; Kurdish Central Kurdish: بڕیار; Latin: consultum, decretum; Latvian: lēmums, apņemšanās; Lezgi: къарар; Lithuanian: sprendimas, nutarimas; Macedonian: одлука; Malay: keputusan; Maltese: deċiżjoni; Maori: tatūnga; Middle French: decision; Mizo: thutlûkna; Mongolian: шийдвэр; Ngazidja Comorian: âzma; Norwegian Bokmål: beslutning; Occitan: decision; Oromo: murtii; Papiamentu: desishon; Persian: تصمیم; Polish: decyzja; Portuguese: decisão; Romanian: decizie, hotărâre; Russian: решение, урегулирование; Serbo-Croatian Cyrillic: одлука, решење; Roman: odluka, rešenje, rješenje; Slovak: rozhodnutie; Slovene: odločitev; Sorbian Lower Sorbian: rozsud; Spanish: decisión; Swedish: beslut; Tabasaran: къарар; Ukrainian: рі́шення, вирішення; Vietnamese: quyết định; Zazaki: qerar, hıkum