ον, (νη-, ἀκέομαι)
A incurable, neut. as Adv., incurably, ὅς κε . . νήκεστον ἀασθῇ ib. 283.
[Seite 251] unheilbar (ἀκεστός), Hes. O. 285.
νήκεστος: -ον, (νη-, ἀκέομαι) ἀνίατος, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἀνιάτως, ὅς κε... νήκεστον ἀασθῇ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281.