ἀκεστός
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ἀκεστή, ἀκεστόν, curable, Hp.Art.58; πρᾶγμα Antipho 5.91: metaph., ἀκεσταὶ φρένες ἐσθλῶν the hearts of the noble admit treatment, Il.13.115.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
1 remediable, que admite persuasión ἀκεσταί τοι φρένες ἐσθλῶν las mentes de los esforzados son propicias a un arreglo, Il.13.115, abs. τὰ δὲ ἀνήκεστα τῶν ἀκεστῶν ἔτι μᾶλλον (ἁμαρτάνειν) (errar) más todavía en lo irremediable que en lo remediable Gorg.B 11a.34, τὰ μὲν ἀκεστὰ τῆς εἰρήνης, τὰ δ' ἀνήκεστα τοῦ πολέμου Plu.Ages.28.4, πρᾶγμα Antipho 5.19.
2 curable Hp.Art.58.
German (Pape)
[Seite 71] heilbar, leicht zu heilen, in eigentl. Bdtg Hippocr.; – Hom. einmal, Iliad. 13. 115 ἀκεσταί τοι φρένες ἐσθλῶν, s. unter ἀκέομαι; – πρᾶγμα. wieder gut zu machen, Antiph. 5. 91; Plut. ἀκεστὰ τῆς εἰρήνης u. ἀνήκεστα τοῦ πολέμου Agesil. 28.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 guérissable ; en gén. à quoi l'on peut remédier;
2 qu'on peut ranimer, exciter.
Étymologie: adj. verb. de ἀκέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀκεστός: [adj. verb. к ἀκέομαι исцелимый, исправимый (φρένες ἐσθλῶν Hom.): τὰ μὲν ἀκεστὰ τῆς εὐρήνης, τὰ δ᾽ ἀνήκεστα τοῦ πολέμου ποιεῖν Plut. то, что можно улучшить - решить миром, а чего нельзя - войной.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεστός: -ή, -όν, θεραπευτός, Ἱππ. Ἄρθρ. 825· πρᾶγμα, Ἀντιφῶν 140, 15: - μεταφ., ἀκεσταὶ φρένες ἐσθλῶν, αἱ τῶν γενναίων φρένες ῥᾳδίως πρὸς τὸ κρεῖττον μετατίθενται, Ἰλ. Ν. 115.
English (Autenrieth)
(ἀκέομαι): curable; ἀκεσταί τοι φρένες ἐσθλῶν, ‘can be mended,’ Il. 13.115†.
Greek Monolingual
ἀκεστός, -ή, -όν (Α)
αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο ιάσιμος
«ἀκεστὰ πράγματα» (Ιπποκρ. Αρθρ. 58), «ἀκεσταὶ φρένες ἐσθλῶν» (Όμ. Ν 115).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστικός.
Greek Monotonic
ἀκεστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἀκέομαι, θεραπευτός· μεταφ., αυτός που αναγεννάται, ξαναζωντανεύει εύκολα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
verb. adj. of ἀκέομαι
curable:— metaph., easily revived, Il.
Translations
curable
Bulgarian: излечим; Catalan: guarible, curable; Czech: vyléčitelný; Finnish: parannettavissa oleva, hoidettavissa oleva, kovettuva; French: curable; German: heilbar; Ancient Greek: ἰάσιμος, ἰατός, ἀκέσμιος, ἀκεστός; Hungarian: gyógyítható; Italian: curabile; Latin: sanabilis; Manx: so-lheihys; Norwegian Bokmål: helbredelig; Portuguese: curável; Spanish: curable; Swedish: botbar; Turkish: tedavi edilebilir