μηχανουργός
English (LSJ)
ὁ,
A architect, τοῦ δόμου APl.5.382.
German (Pape)
[Seite 181] = μηχανοποιός, Ep. in athl. stat. 36 (Plan. 382).
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνουργός: -όν, (*ἔργω) = μηχανοποιός, Ἀνθ. Πλαν. 382.
ὁ,
A architect, τοῦ δόμου APl.5.382.
[Seite 181] = μηχανοποιός, Ep. in athl. stat. 36 (Plan. 382).
μηχᾰνουργός: -όν, (*ἔργω) = μηχανοποιός, Ἀνθ. Πλαν. 382.