πονηροδιδάσκαλος
English (LSJ)
ον,
A teaching wickedness, Str.7.3.8.
German (Pape)
[Seite 680] Böses lehrend, Strab. 7, 3, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πονηροδῐδάσκαλος: -ον, ὁ διδάσκαλος τῆς κακίας, Στράβ. 302.
ον,
A teaching wickedness, Str.7.3.8.
[Seite 680] Böses lehrend, Strab. 7, 3, 8.
πονηροδῐδάσκαλος: -ον, ὁ διδάσκαλος τῆς κακίας, Στράβ. 302.