ον, gen. ονος, (γνώμη)
A of contrary opinion, ib.29: gloss on ἀγνώμων, Sch.S.OC86.
[Seite 827] ονος, von entgegengesetzter Ansicht, Schol. Soph. O. C. 86.
ἐναντιογνώμων: -ον, (γνώμη) ἔχων ἐναντίαν γνώμην, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 86.