ἀγνώμων

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγνώμων Medium diacritics: ἀγνώμων Low diacritics: αγνώμων Capitals: ΑΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: agnṓmōn Transliteration B: agnōmōn Transliteration C: agnomon Beta Code: a)gnw/mwn

English (LSJ)

ἀγνώμον, gen. ονος, (γνώμη)
A ill-judging, senseless, Thgn.1260 codd. (s.v.l.), Pi.O.8.60, Pl.Phdr. 275b; ὥσπερ κυνίδιον τοῖς εἴκουσιν ἀ. Phld.Lib.p.10 O.; opp. μετὰ λογισμοῦ πράττειν, Men.617; inconsiderate, τὸ ἄ. καὶ θυμοειδές Hp.Aët. 16. Adv. ἀγνωμόνως = senselessly, X.HG6.3.11, etc.; ἀ. ἔχειν D.2.26.
2 headstrong, reckless, arrogant, (in Comp.) Hdt.9.41: Sup., X.Mem.1.2.26.; ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων = o death, warning to the arrogant / o death, chastener of the foolish, Aristarchus, fr. 3 p. 728 N.2.
3 unfeeling, hard-hearted, Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένησθ' ἀγνώμονες S.OC86; of judges, X.Mem.2.8.5; joined with ἀχάριστος, Id.Cyr.8.3.49, cf. Mem.2.10.3, D.21.97; esp. ignoring one's debts, Ulp.ad D.2.26, Jul. Or.3.117e (Comp.); ἀ. περὶ τὰς ἀποδόσεις Luc.Herm.10.
4 unknowing, in ignorance, ἀ. πλανᾶσθαι Hp.Vict.1.6.
II of things, senseless, brute, Aeschin.3.244; also φρονοῦσαν θνητὰ κοὐκ ἀγνώμονα (neut. pl.) S.Tr.473.
2 cruel, ruthless, πρᾶγμα ἄ. πάσχειν Parth. 17.5.
III of horses, without the teeth that tell the age (γνώμονες) Poll.1.182. [ᾰγν- only in Man.5.338.]

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ- sólo en Man.5.338]
• Morfología: [gen. -ονος, sup. ἀγνωμονέστατος X.Mem.1.2.26, pero -ονόστατος SB 13867.67 (II d.C.)]
I 1irreflexivo, insensato ἐπίκειται ... ἀγνώμων σῇ κεφαλῇ στέφανος en tu cabeza reposa una corona de irreflexión Thgn.1260, ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν Pi.O.8.60
gener. de pers. ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων Aristarch.Trag.3, de Critias y Alcibiades, X.Mem.1.2.26, κριτής X.Mem.2.8.5, ἀγνώμον', ὀργίλην, χαλεπήν Men.Fr.804.12, cf. Aesop.284.3, Babr.101.2.
2 obstinado, terco γνώμη ... ἀγμωνονεστέρη Hdt.9.41
subst. τὸ ἀ. obstinación τὸ ἀ. καὶ θυμοειδές Hp.Aër.16.
3 insensible, duro, inexorable Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένησθ' ἀγνώμονες S.OC 86
desconsiderado de la amada αὐτὴ ... ἀγνωμοσνοστάτη ἐστί SB l.c.
neutr. plu. como adv. φρονοῦσαν θνητὰ κοὐκ ἀγνώμονα S.Tr.473
de cosas insensible, cruel Aeschin.3.244, πρᾶγμα ἀγνώμονα πάσχειν Parth.17.5.
II 1que falta a sus compromisos, desagradecido, poco reconocido ἀχαρίστους ὑμᾱς ... καὶ λίαν ἀγνώμονας εὑρίσκει Plb.4.85.3, εἰς ... ἀγνώμονας εὐγνώμων ἐγένου M.Ant.5.31, ἄφιλος οὐδὲ ἀ. Plot.1.4.15, φίλοισιν ἀγνώμων Babr.119.7.
2 que no paga sus deudas, moroso, fresco ἀ. περὶ τὰς ἀποδόσεις Luc.Herm.10, cf. Iul.Or.2.117c, POxy.3400.21 (IV d.C.).
III ignorante Antipho Soph.B 106a, πολυγνώμονες ... δόξουσιν ... ἀγνώμονες ὄντες Pl.Phdr.275b, περὶ τὸ δίκαιον Pl.Lg.700d, ἀ. πλανᾶσθαι equivocarse sin intención Hp.Vict.1.6.
IV adv. ἀγνωμόνως = insensatamente X.HG 6.3.11, ἀ. ἔχειν D.2.26, Heraclit.All.30.

German (Pape)

[Seite 18] VLL., ohne Kennzahne, von Tieren. ον (γνώμη), 1) unvernünftig; Aeschin. 3, 244 sind τὰ ἄφωνα καὶ ἀγν. – ξύλα, λίθοι, σίδηρος. – 2) unverständig, ohne Einsicht; ἄγν. τὸ μὴ προμαθεῖν Pind. Ol. 8, 60; θνητὰ κοὐκ ἀγν. φρονεῖν Soph. Fr. 473; bei Plat. öfter, z. B. mit ἀμαθής verb. Lys. 218 a; περίτι Legg. III, 700 d; unüberlegt, νέος καὶ ἀγν. Xen. Mem. 1, 2, 26; trotzig, Her. 9, 41; überh. von unfreundlicher Gesinnung, rücksichtslos, hart, vgl. Buttm. Ind. Midian.; ἐριννύες Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένησθ' ἀγνώμονες Soph. O. C. 86; κριτής Xen. Mem. 2, 8, 5; ἡ ἀγνώμων sc. τύχη Isocr. ep. 10; undankbar, nicht erkenntlich, Luc. πονηροὶ καὶ ἀγν. περὶ τὰς ἀποδόσεις Herm. 10; Xen. Mem. 2, 10, 3 u. Cvr. 8, 3, 49 mit ἀχαριστότερος; ἀγνωμονέστατος Plut. vit. pud. 3 im Gegensatz von χαρίεις, u. ib. 10; – Adv. ἀγνωμόνως, in denselben Bdign, ἀλογίστως καὶ ἀγ. ἔχειν Dem. 2, 26, für ἀβούλως von Harpocr. erkl.; Xen. Hell. 6, 3, 18 τὰ ἀγν. πραχθέντα neben ἁμαρτηθέντα; aber Cyr. 5, 5, 28 = undankbar.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 dépourvu de jugement ; follement obstiné, arrogant;
2 dépourvu de sensibilité, insensible, dur ; oublieux, ingrat;
3 ignorant, inexpérimenté.
Étymologie: , γνώμη.

Russian (Dvoretsky)

ἀγνώμων: gen. ονος
1 неразумный: τὰ ἄφωνα καὶ ἀγνώμονα Aeschin. бессловесные и неразумные, т. е. неодушевленные вещи;
2 безрассудный, нелепый (νέος καὶ ἀ. Xen.): θνητὰ κοὐκ ἀγνώμονα (φρονεῖν Soph.) мыслить, как подобает благоразумным людям;
3 несправедливый, бессовестный Xen., Luc., Plut.;
4 недоброжелательный, неблагосклонный, суровый, Soph., Xen.: ἡ ἀ. (sc. τύχη) Isocr. жестокая судьба;
5 упрямый, своенравный (γνώμη Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγνώμων: -ον, γεν. ονος, (γνώμη) ἀλόγιστος, ἄκριτος, ἀνόητος, Θέογν. 1260 (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), Πινδ. Ο. 8, 79. Πλάτ. Φαῖδρ. 275Β· ἀντίθετον τῷ μετὰ λογισμοῦ πράττειν, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 267· ἀπερίσκεπτος, Ἱππ. Ἀέρ. 290. ― Ἐπίρρ. ἀγνωμόνως, ἀνοήτως, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 11, κτλ.· ἀγν. ἔχειν, Δημ. 25. 18. 2) ἰσχυρογνώμων, παράβολος, αὐθάδης, ὑπεροπτικός, (ἐν τῷ συγκρ. τύπῳ, -ονέστερος), Ἡρόδ. 9. 41· ἐν τῷ ὑπερθετ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 26. 3) ὁ ἄνευ ἀγαθῶν αἰσθημάτων, ἀνεπιεικής, σκληροκάρδιος· Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένοισθ’ ἀγνώμονες, Σοφ. Ο. Κ. 86· ἐπὶ δικαστῶν ἢ κριτῶν, Ξεν. Ἀπ. 2. 8. 5, συναπτόμενον μετὰ τοῦ ἀχάριστος, ὁ αὐτ. Κυρ. 8. 3, 49., πρβλ. Ἀπομ. 2. 10, 3· περὶ τοῦ Μειδίου, Δημ. 546. 3· ἡ ἀγνώμων, ὅ ἐ. τύχη, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10. 3: ἰδίᾳ ὁ λησμονῶν ἢ ἀψηφῶν τὰ χρέη αὐτοῦ, Οὐλπ. εἰς Δημ. 25. 19· ἀγν. περὶ τὰς ἀποδόσεις, Λουκ. Ἑρμότ. 10. 4) ὁ μὴ γνωρίζων, ὁ ἐν ἀγνοίᾳ διατελῶν, ἀγν. πλανᾶσθαι, Ἱππ. 343. 20. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἄνευ φρονήσεως ἢ γνώσεως, κτῆνος, Αἰσχίν. 88. 37· ὡσαύτως· φρονοῦσαν θνητὰ κοὐκ ἀγνώμονα (οὐδ. πληθ.), Σοφ. Τρ. 473. 2) παθ., ὁ περὶ οὗ κακῶς τις ἐσκέφθη, ἀπρόοπτος, ὁ μὴ προγινωσκόμενος, Παρθέν. π. ἐρωτ. παθημ. ΙΙΙ. ἐπὶ ἵππων, ὁ μὴ ἔχων τοὺς ὀδόντας, ἐξ ὧν ἡ ἡλικία καταφαίνεται (τοὺς γνώμονας), Πολυδ. 1. 182· πρβλ. ἀπογνώμων. [ᾰγν-, μόνον παρὰ Μανέθ. 5. 338.]

English (Slater)

ἀγνώμων foolish ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν (O. 8.60)

Greek Monotonic

ἀγνώμων: -ον, γεν. -ονος (γνώμη),
I. 1. άδικος, αναίσθητος, σε Πίνδ., Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., ἀγνωμόνως, ανόητα, σε Ξεν.
2. ισχυρογνώμων, αυθάδης, υπεροπτικός, αλαζόνας (στο συγκρ. ἀγνωμονέστερος), σε Ηρόδ.· στον υπερθ., σε Ξεν.
3. αναίσθητος, ανεπιεικής, σκληρόκαρδος, σε Σοφ., Ξεν.
II. λέγεται και για πράγματα, απερίσκεπτος, κτηνώδης, απάνθρωπος, σε Σοφ., Αισχίν.

Middle Liddell

γνώμη
I. ill-judging, senseless, Pind., Plat., etc.; adv. ἀγνωμόνως, senselessly, Xen.
2. headstrong, reckless, arrogant, (in comp. -ονέστερος) Hdt.; in Sup., Xen.
3. unfeeling, unkind, hardhearted, Soph., Xen.
II. of things, senseless, brute, Soph., Aeschin.

English (Woodhouse)

cruel, fierce, harsh, ill-tempered, inconsiderate, inflexible, senseless, severe, stern, thoughtless, unfeeling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)