ον,
A in anxiety, Cat.Cod.Astr.2.210, Sch.E.Or.93. Adv. -νως Eust.ad D.P.Praef.
[Seite 808] besorgt, K. S.
ἐμμέριμνος: -ον, ὁ ἐν μερίμνῃ ὤν, πλήρης μερίμνης, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 93.