ἐμμέριμνος
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
English (LSJ)
ἐμμέριμνον, in anxiety, preoccupied, worried, anxious, Cat.Cod.Astr.2.210, Sch.E.Or.93. Adv. ἐμμερίμνως = with caution, with diligence, Eust.ad D.P.Praef.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. inquieto, preocupado ἐ. εἰμι μὴ ἄδειαν ἔχουσα Sch.E.Or.93D., ἐμμέριμνοι δὲ εἰσι διὰ τὸ ἐπισκοπεῖν τὰ περὶ τὴν δύναμιν dicho de los poderosos, Anon.in Rh.121.5, cf. Sch.Clem.Al.Paed.181.22, Cat.Cod.Astr.2.210.24.
2 de abstr. bien pensado δείξωμεν θεῷ μετάνοιαν ἐμμέριμνον Ephr.Syr.3.312B, Chrys.M.60.737.
II adv. ἐμμερίμνως = con cuidado, con diligencia Eust.407.22, in D.P.p.202.19.
German (Pape)
[Seite 808] besorgt, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμέριμνος: -ον, ὁ ἐν μερίμνῃ ὤν, πλήρης μερίμνης, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 93.