παραλίσκομαι

Revision as of 09:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

Pass.,

   A to be put under restraint, Hsch. s.v. παραλούς.

German (Pape)

[Seite 487] (s. ἁλίσκομαι), dabei-, mitgefangen werden, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰλίσκομαι: Παθητ., συλλαμβάνομαι πλησίον, «παραλούς· παρακρατηθείς, συσχεθεὶς» Ἡσύχ.