νομοθετικός
English (LSJ)
ή, όν,
A relating to legislation, legislative, Pl.Lg.657a: ἡ -κή (sc. τέχνη) legislation, Pl.Grg.464c, 520b, al. Adv. -κῶς Cod.Just.1.4.34.14, Just.Nov.4.3 Intr., Poll.4.26. II of persons, fitted for or skilled in legislation, Arist.EN1180b24; ἄνδρες Jul.Caes.320b.
Greek (Liddell-Scott)
νομοθετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομοθέτην ἢ εἰς νομοθεσίαν Πλάτ. Νόμ. 657Α· ἡ νομοθετικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 464C, 520B, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἁρμόδιος εἰς τὸ νομοθετεῖν, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 17.