νομοθετικός
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
νομοθετική, νομοθετικόν,
A relating to legislation, legislative, Pl.Lg.657a: ἡ νομοθετική (sc. τέχνη) legislation, Pl.Grg. 464c, 520b, al. Adv. νομοθετικῶς Cod.Just.1.4.34.14, Just.Nov.4.3 Intr., Poll.4.26.
II of persons, fitted for or skilled in legislation, Arist.EN1180b24; ἄνδρες Jul.Caes.320b.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
habile à faire des lois.
Étymologie: νομοθέτης.
German (Pape)
ή, όν, das Gesetzgeben betreffend; ἡ νομοθετική, die Gesetzgebekunst, Plat. Polit. 294a, Gorg. 250a; ὁ νομ., der sich auf die Gesetzgebung versteht, Legg. II.657a, wie Arist. eth. 10.9; Sp., auch im adv.
Russian (Dvoretsky)
νομοθετικός: II ὁ сведущий в законодательстве Arst.
законодательный Plat.
Greek (Liddell-Scott)
νομοθετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομοθέτην ἢ εἰς νομοθεσίαν Πλάτ. Νόμ. 657Α· ἡ νομοθετικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 464C, 520B, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἁρμόδιος εἰς τὸ νομοθετεῖν, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 17.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νομοθετικός, -ή, -όν) νομοθέτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομοθέτη ή στη νομοθεσία
νεοελλ.
φρ. α) «νομοθετικό σώμα» — εκλεγμένα ή διορισμένα πρόσωπα που έχουν την εξουσία να θεσπίζουν ή να τροποποιούν νόμους
β) «νομοθετικό διάταγμα» — έγγραφη πράξη του αρχηγού του κράτους, που κατά κανόνα προσυπογράφεται από τον αρμόδιο υπουργό ή τον πρωθυπουργό ή από το υπουργικό συμβούλιο και η οποία ισοδυναμεί με τυπικό νόμο
αρχ.
1. (για πρόσ.) ικανός, έμπειρος στη νομοθεσία
2. ο αρμόδιος να νομοθετεί
3. το θηλ. ως ουσ. η νομοθετική
(ενν. τέχνη) η νομοθεσία, η θέσπιση νόμων.
επίρρ...
νομοθετικώς και -ά (Α νομοθετικῶς)
από νομοθετική άποψη.
Greek Monotonic
νομοθετικός: -ή, -όν,
I. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε νομοθέτη ή σε νομοθεσία, σε Πλάτ.· ἡ νομοθετική (ενν. τέχνη), νομοθεσία, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσ., αυτός που είναι κατάλληλος, αρμόδιος να νομοθετεί, σε Αριστ.
Middle Liddell
νομοθετικός, ή, όν
I. of or for a lawgiver or legislation, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ legislation, Plat.
II. of persons, fitted for legislation, Arist.