Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νομοθετικός

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοθετικός Medium diacritics: νομοθετικός Low diacritics: νομοθετικός Capitals: ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nomothetikós Transliteration B: nomothetikos Transliteration C: nomothetikos Beta Code: nomoqetiko/s

English (LSJ)

νομοθετική, νομοθετικόν,
A relating to legislation, legislative, Pl.Lg.657a: ἡ νομοθετική (sc. τέχνη) legislation, Pl.Grg. 464c, 520b, al. Adv. νομοθετικῶς Cod.Just.1.4.34.14, Just.Nov.4.3 Intr., Poll.4.26.
II of persons, fitted for or skilled in legislation, Arist.EN1180b24; ἄνδρες Jul.Caes.320b.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
habile à faire des lois.
Étymologie: νομοθέτης.

German (Pape)

ή, όν, das Gesetzgeben betreffend; ἡ νομοθετική, die Gesetzgebekunst, Plat. Polit. 294a, Gorg. 250a; ὁ νομ., der sich auf die Gesetzgebung versteht, Legg. II.657a, wie Arist. eth. 10.9; Sp., auch im adv.

Russian (Dvoretsky)

νομοθετικός: IIсведущий в законодательстве Arst.
законодательный Plat.

Greek (Liddell-Scott)

νομοθετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομοθέτην ἢ εἰς νομοθεσίαν Πλάτ. Νόμ. 657Α· ἡ νομοθετικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 464C, 520B, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἁρμόδιος εἰς τὸ νομοθετεῖν, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 17.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νομοθετικός, -ή, -όν) νομοθέτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομοθέτη ή στη νομοθεσία
νεοελλ.
φρ. α) «νομοθετικό σώμα» — εκλεγμένα ή διορισμένα πρόσωπα που έχουν την εξουσία να θεσπίζουν ή να τροποποιούν νόμους
β) «νομοθετικό διάταγμα» — έγγραφη πράξη του αρχηγού του κράτους, που κατά κανόνα προσυπογράφεται από τον αρμόδιο υπουργό ή τον πρωθυπουργό ή από το υπουργικό συμβούλιο και η οποία ισοδυναμεί με τυπικό νόμο
αρχ.
1. (για πρόσ.) ικανός, έμπειρος στη νομοθεσία
2. ο αρμόδιος να νομοθετεί
3. το θηλ. ως ουσ. η νομοθετική
(ενν. τέχνη) η νομοθεσία, η θέσπιση νόμων.
επίρρ...
νομοθετικώς και -ά (Α νομοθετικῶς)
από νομοθετική άποψη.

Greek Monotonic

νομοθετικός: -ή, -όν,
I. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε νομοθέτη ή σε νομοθεσία, σε Πλάτ.· ἡ νομοθετική (ενν. τέχνη), νομοθεσία, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσ., αυτός που είναι κατάλληλος, αρμόδιος να νομοθετεί, σε Αριστ.

Middle Liddell

νομοθετικός, ή, όν
I. of or for a lawgiver or legislation, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ legislation, Plat.
II. of persons, fitted for legislation, Arist.