ματία
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, (μάτη)
A vain attempt, bootless enterprise, ἡμετέρῃ ματίῃ Od.10.79. 2 folly, error, A.R.1.805, 4.367.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰτία: Ἰων. -ίη, ἡ, (μάτη) ματαία ἐπιχείρησις, ἀνωφελής, ἄκαρπος ἐπιχείρησις, ἡμετέρῃ ματίῃ Ὀδ. Κ. 79· ― ἀφροσύνη, πλάνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 805., Δ. 367.