ἀναπόδοτος
English (LSJ)
ον,
A not given back, not returned, ἀ. δόσις ἡ δωρεά Arist. Top.125a18; ἀργύριον ἀ. δόντα not to be repaid, CIG(add.) 4278k (Xanthus), cf. 4300o (Limyra), PTeb.105.20 (ii B. C.), PRyl.171.16 (i A. D.); σῖτον Inscr.Prien.108.58. II τὸ ἀ., = ἀνανταπόδοτον, Sch.Ar.Av.7, cf. Simp.in Ph.45.11.
German (Pape)
[Seite 203] nicht wieder zu erstatten, ohne Entgelt. Bei Gramm. τὸ ἀν., = ἀνανταπόδοτον, s. Schol. Ar. Av. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόδοτος: -ον, ὁ μὴ ἀνταποδιδόμενος, ἡ δωρεὰ δόσις ἐστὶν ἀναπόδοτος Ἀριστ. Τοπ. 4. 4. 11· ἀργύριον ἀν. δόντα, ὅπερ νὰ μὴ ἀποδοθῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθ.) 4278Κ, πρβλ. 4300ο. ΙΙ. τὸ ἀναπόδοτον = ἀνανταπόδοτον, Schäf. Γρηγόρ. Κορίνθου σ. 48, 958.