δόσις

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόσις Medium diacritics: δόσις Low diacritics: δόσις Capitals: ΔΟΣΙΣ
Transliteration A: dósis Transliteration B: dosis Transliteration C: dosis Beta Code: do/sis

English (LSJ)

δόσεως, ἡ, (δίδωμι)
A giving, φαρμάκου Antipho 1.18; χρημάτων Hdt.1.61; μισθοῦ Th.1.143; opp. αἴτησις, Pl.Euthphr.14d; δόσις χρημάτων καὶ λῆψις Arist.EN1107b8; λήψεις καὶ δόσεις Arr.Epict.2.9.12, cf. LXX Si.41.19, Ep.Phil.4.15.
b licence, permission, SIG 987.33 (Chios, iv B. C.).
2 ἐμβολῶν δόσεις ramming in naval tactics, D.S.13.10.
II gift, καί οἱ δ. ἔσσεται ἐσθλή Il.10.213; δόσις ὀλίγη τε φίλη τε Od.6.208, 14.58, cf. Hdt. 1.90, 9.93, S.OT1518, etc.; δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς A.Pers.1041 (lyr.); θεῶν εἰς ἀνθρώπους Pl.Phlb. 16c.
2 bequest, legacy: κατὰ δόσιν = by will (opp. κατὰ γένος, as heir-at-law), Is.4.7, Isoc.19.45, cf. Harp.
3 largess, = Lat. congiarium, Hdn.6.8.8 (pl.).
4 contribution towards the fulfilment of a purpose, Chrysipp.(?)Stoic.3.30.
5 payment on account, instalment, IG12.296, 7.303.35 (Orop.), etc.; payment in kind, PMasp.146.4 (vi A. D.), al.
6 portion, LXX Ge.47.22, al., BGU1122.12 (i B. C.); διελὼν εἰς δόσεις Plu.Arat.13.
7 dose of medicine, Dsc.2.171; δόσις τελεία full dose, Ruf. ap. Orib.8.57.5, etc., cf. Luc.Abd.4.
8 τῆς οἰκονομίας πολλὴν ποιεῖσθαι δόσιν lay great stress on an arrangement, D.H.Dem.51; οὐ τοσαύτην ποιούμενοι τῆς ἡδονῆς δόσιν ὅσην τῆς ἀληθείας ib.18.
9 destiny, fate of an individual, ἡ ἀνθρωπίνη δόσις Iamb.Myst. 1.3; especially of planetary influence, Plot.2.3.2, al.

Spanish (DGE)

δόσεως, ἡ
• Morfología: [sg. dat. δόσι Hdt.1.61]
I n. de acción
1 donación, entrega c. gen. obj. χρημάτων Hdt.1.61, Vett.Val.163.2, μισθοῦ Th.1.143, δ. χρημάτων καὶ λῆψις Arist.EN 1107b8, cf. Arr.Epict.2.9.12, LXX Si.41.21, Ep.Phil.4.15, Vett.Val.5.2, 189.18, PMasp.151.95 (VI d.C.), κατὰ θεὸν γενομένης τῆς δόσεως (τῆς φιάλης) Arist.Fr.549, τῇ δόσει πιστεύσας (παιδὸς ὡραίης) confiando en la entrega (de la muchacha) Babr.98.12, ἔπαρχος σίτου δόσεως praefectus frumenti dandi, INap.6.7 (I d.C.), op. αἴτησις Pl.Euthphr.14d, κατὰ τὰς τῶν ἐμβολῶν δόσεις con los golpes dados (con los espolones de las naves), D.S.13.10.
2 medic. administración ἐπισχεῖν χρῆ τοῦ ῥυφήματος τὴν δόσιν Hp.Acut.20, φαρμάκου Antipho 1.18
de donde, concr. dosis de una medicina φυλάσσεσθαι δὲ αὐτῆς δεῖ τὴν δόσιν Dsc.2.171, τελεία δ. dosis completa Ruf. en Orib.8.44.12, cf. Luc.Abd.4.
3 jur. donación, legado κατὰ δόσιν por donación op. κατὰ γένοςpor herencia natural’, Isoc.19.45, ὑεῖς κατὰ δόσιν hijos por adopción testamentaria Is.4.7, cf. Din.Fr.Inc.17, λέγω δὲ ἀπαλλοτρίωσιν δόσιν καὶ πράσιν Arist.Rh.1361a22, ἀνέθηκεν τῷ θεῷ καὶ ἔδωκεν ἐν δόσει IG 10(2).1.259.4 (I d.C.).
4 concesión, permiso ὃς δ' ἂν ... ἑτέρῳ δῷ (τῷ οἴκῳ) χρήσασθαι, ἀποδότω καθ' ἑκάστην ... δόσιν Kλυτίδαις χιλίας δραχμάς SIG 987.33 (Quíos IV a.C.).
II resultado de la acción
1 don, regalo, dádiva frec. c. determ. calificativas καί οἱ δ. ἔσσεται ἐσθλή Il.10.213, δ. δ' ὀλίγη τε φίλη τε Od.6.208, 14.58, ἐπεὶ κούφα δ. ἀνδρὶ σοφῷ pues liviano don es para el poeta Pi.I.1.45, αἰτέο δόσιν ἥντινα βούλεαι Hdt.1.90, δώσειν ... δόσιν Hdt.9.93, δόσιν κακὰν κακοῖς A.Pers.1041, καλλίστη δ. Call.Fr.202.24, cf. 191.71, πᾶσα δ. ἀγαθὴ ... ἄνωθέν ἐστιν Ep.Iac.1.17, cf. E.Tr.925, I.AI 1.181
c. gen. subjet. μακάρων δ. αἰὲν ἐόντων don de los bienaventurados inmortales Hes.Op.718, Μουσάων ἱερὴ δ. Hes.Th.93, Μοισᾶν δ. Pi.O.7.7, ἀθανάτων δόσεις Thgn.444, 1162d, τοῦ θεοῦ S.OT 1518, E.Alc.1071, δόσις ἐκ Διός A.A.1015, θεῶν εἰς ἀνθρώπους δ. Pl.Phlb.16c.
2 regalo, aportación, de donde estima, aprecio, valoración ποιεῖσθαι δόσιν y gen. valorar οἰκονομίας πολλὴν ἐποιεῖτο δόσιν D.H.Dem.51.4, οὐ τοσαύτην ποιούμενοι τῆς ἡδονῆς δόσιν ὅσην τῆς ἀληθείας no valorando tanto el complacer cuanto la autenticidad (con sus versos), D.H.Dem.18.9, entre los estoicos una forma de la ἀξία Chrysipp.Stoic.3.30.
III econ.
1 entrega de dinero, pago en metálico: a título de préstamo IG 13.369.43 (V a.C.), ἐνάτɛ̄ δ. [hελλ] ενοταμίασι IG 13.365.26 (V a.C.)
pago de cantidades en metálico ὁ δὲ συλλογεὺς ἀνοί[ξας] τὸν θησαυρὸν ... διδότω τὰς δόσεις τῷ ἐργώνῃ IOropos 324.35 (III a.C.), ἁ πόλις ἔδωκε τοῖς ναοποιοῖς ... πράταν δόσιν ... στατῆρας πεντήκοντα ὀκτώ CID 2.31.38, cf. 32.7 (ambas IV a.C.), τὰς δόσεις ἀπόδος Ὀννώφρει τῷ ἱερεῖ PTeb.721.5 (II a.C.), cf. UPZ 112.5.15 (III a.C.), PCol.282.6 (III/IV d.C.)
tb. pago parcial de una suma, plazo προιεμένου ... καθ' ἑκάστην δόσιν σύμβολα ἀποχρῆς PMich.182.28 (II a.C.?), τὰ δὲ λοιπὰ διελὼν εἰς δόσεις Plu.Arat.13, ἀποδότω τὸ ἐνοίκιον ἐν δόσεσι δυσὶ τοῦ ἔτους δι' ἑξαμήνου τὸ ἥμισυ POxy.912.20 (III d.C.), cf. BGU 1122.12 (I a.C.), SB 14628.2-3 (II d.C.), PFlor.384.46 (V d.C.?).
2 en la milicia pago en especie, lat. congiarium νομαὶ καὶ δόσεις Hdn.6.8.8.
3 asignación de una renta LXX Ge.47.22
fig. lo asignado ἡ ἀνθρωπίνη ... δ. la condición humana Iambl.Myst.1.3
fig. de los planetas influencia Plot.2.3.2.

German (Pape)

[Seite 660] ἡ, das Geben, die Gabe; bei Homer fünfmal: Iliad. 10, 218 Odyss. 4, 651. 6, 208. 14, 58. 18, 287. – Folgende; 1) das Geben; φαρμάκου Antiph. 1, 18; χρημάτων Thuc. 1, 137; Plat. Charm. 158 c; ἐπιστήμη αἰτήσεως καὶ δόσεως θεοῖς Euthyphr. 14 c. –. 2) die Gabe, das Geschenk; τοῦ θεοῦ μ' αἰτεῖς δόσιν Soph. O. R. 1518; Her. 1, 90 u. Folgde; θεῶν εἰς ἀνθρώπους δόσις Plat. Phil. 16 c. – Bei den Aerzten = Portion, Dosis; vgl. Luc. abd. 4. – Bes. Schenkung im Testament, ein Legat an solche, die nicht zur Erbschaft berechtigt sind; Is. öfter; δόσιν γράφειν ἐν διαθήκῃ, im Testament als Legat aussetzen, 6, 28; κατὰ δόσιν, als Vermächtniß, im Gegensatz von κατὰ γένος, 9, 8; von κατ' ἀγχιστείαν, 5, 16; κατὰ δόσιν ἁμφισβητεῖν, Isocr. 19, 45. – Bei D. Sic. 13, 10 ist ἐμβολῶν δόσεις = ἐμβολαί, von Schiffen gesagt; D. Hal. de vi Dem. 18, 48 sagt δόσιν ποιεῖσθαι = φροντίζειν.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de donner;
II. ce qui est donné :
1 don, largesse ; particul. donation par testament ; portion, part;
2 ce qui peut être donné : τοῦ θεοῦ δόσις SOPH une chose qu'il n'appartient qu'au dieu de (te) donner.
Étymologie: R. Δο, donner ; v. δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

δόσις: δόσεως ἡ
1 дача: τοῦ φαρμάκου δ. Plat. прием лекарства; δ. θεοῖς Plat. принесение даров богам; ἡ δ. τῶν χρημάτων Her. предоставление денежных средств; μισθοῦ δ. Thuc. выдача жалования; ἡ τῆς παρακαταθήκης δ. Arst. внесение залога;
2 дар (δ. ὀλίγη τε φίλη τε Hom.; θεῶν εἰς ἀνθρώπους δ. Plat.): κληρονομίαι οὐ κατὰ δόσιν, ἀλλὰ κατὰ γένος εἰσίν Arst. наследства распределяются не в порядке дарения, а на основании родства;
3 доля, часть (εἰς δόσεις διελεῖν τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δόσις: δόσεως ἡ, (δίδωμι) τὸ παρέχειν, διδόναι, χορήγησις, φαρμάκου Ἀντιφῶν 113. 22· χρημάτων Ἡρόδ. 1. 61· μισθοῦ Θουκ. 1. 143· ἀντίθ. αἴτησις, Πλάτ. Εὐθύφρ. 14C· ἀντίθ. λῆψις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 4. ΙΙ. παρ’ Ὁμ, δῶρον, καί οἱ δόσις ἔσσεται ἐσθλὴ Ἰλ. Κ. 213· δόσις ὀλίγη τε φίλη τε Ὀδ. Ζ. 208, Ξ. 58· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 90., 9. 93, Σοφ. Ο. Τ. 1518, κτλ.· δόσις κακῶν κακοῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 1041· εἴς τινα Πλάτ. Φιλ. 16C. 2) κληρονομία, κληροδότησις, τὸ καταλείπειν ὡς κληροδότημα, ἐντεῦθεν κατὰ δόσιν = κατὰ διάθεσιν, διὰ διαθήκης (ἀντίθ. κατὰ γένος, κατ’ ἀγχιστείαν, ἤτοι κληρονομία δικαιώματι καταγωγῆς, συγγενείας, Λατ. ab intestato), Ἰσαῖ. 47. 25, Ἰσοκρ. 393C, ἴδε Ἁρποκρ. 3) πληθ., δῶρον εἰς τὸν λαόν, Λατ. congiarium, Ἡρῳδιαν. 6. 8, 17. 4) μερίδιον, Πλούτ. Ἀράτ. 13· μία «δόσις» φαρμάκου, Γαλην. πρβλ. Λουκ. Ἀποκηρυττ. 4.

English (Autenrieth)

(δίδωμι): gift, boon.

English (Slater)

δόσις (-ις, -ιν.) gift νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι (O. 7.7) τὰν πολέμοιο δόσιν ἀκρόθινα διελὼν ἔθυε (O. 10.56) εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι (P. 1.46) ἁρπαλέαν δόσιν πενταεθλίου σὺν ἑορταῖς ὑμαῖς ἐπάγαγες (P. 8.65) τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν (P. 10.20) ἐπεὶ κούφα δόσις (sc. ἐστὶ) ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.45)

English (Strong)

from the base of δίδωμι; a giving; by implication, (concretely) a gift: gift, giving.

English (Thayer)

δόσεως, ἡ (δίδωμι);
1. a giving (from Herodotus down): λόγος δόσεως καί λήψεως, an account of giving and receiving (i. e. debit and credit accounts; cf. λόγος II:3), δόσις καί λῆψις, of money given and received, Hermas, mand. 5,2, 2 [ET]), and plural Epictetus diss. 2,9, 12.
2. a gift, (from Homer down): δόμα, at the end.)

Greek Monolingual

η (AM δόσις)
1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο
2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων
3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα
μσν.
1. (για ακίνητο) μεταβίβαση
2. παραχώρηση
αρχ.-μσν.
φόρος, εισφορά για κάποιο σκοπό
αρχ.
1. άδεια, ελευθερία
2. δώρο
3. κληρονομιά, κληροδότημα
4. δώρο προς τον λαό
5. ποσότητα που δίνεται σε κάποιον, μερίδιο, μοίρα
6. μοίρα, πεπρωμένο, ειμαρμένη.

Greek Monotonic

δόσις: -εως, ἡ (δί-δωμι),·
I. χορήγηση, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. δώρο, σε Όμηρ. κ.λπ.

Middle Liddell

δόσις, εως n δίδωμι
I. a giving, Hdt., etc.
II. a gift, Hom., etc.

Chinese

原文音譯:dÒsij 多西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:給(著)
字義溯源:贈品,授給,恩賜;源自(διδῶ / δίδωμι)*=給)。參讀 (δόμα)同義字
出現次數:總共(2);腓(1);雅(1)
譯字彙編
1) 恩賜(1) 雅1:17;
2) 授給(1) 腓4:15

English (Woodhouse)

gift, act of paying

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

donatio, bestowal, gift, 1.137.3, 1.143.2.

Translations

gift

Afrikaans: geskenk, present, kado; Albanian: dhuratë; Arabic: هَدِيَّة‎; Egyptian Arabic: هدية‎, كادو‎; Aragonese: regalo; Armenian: նվեր, ընծա; Assyrian Neo-Aramaic: ܡܵܘܗܲܒ݂ܬܵܐ‎, ܕܲܫܢܵܐ‎, ܦܲܫܟܲܫ‎; Asturian: regalu; Avar: сайигъат; Azerbaijani: hədiyyə; Bashkir: бүләк, күстәнәс; Belarusian: падарунак, дар, гасці́нец, прэзент; Bengali: উপহার; Breton: prof; Bulgarian: подарък, дар; Burmese: ပဏ္ဏာ; Catalan: present, do, regal; Central Atlas Tamazight: ⴰⵡⴻⵔⴹⵉ; Chechen: совгӏат; Cherokee: ᎠᏓᏁᏗ; Chichewa: mphatso; Chinese Cantonese: 禮物, 礼物; Dungan: лищин, ли; Hakka: 禮物, 礼物; Mandarin: 禮物, 礼物; Min Dong: 禮物, 礼物; Min Nan: 禮物, 礼物; Wu: 禮物, 礼物; Chuvash: парне, кучченеҫ; Crimean Tatar: tokuz; Czech: dar, dárek; Danish: gave; Dhivehi: ހަދިޔާ‎; Dutch: gift, geschenk, presentje, cadeau; Esperanto: donaco; Estonian: and, kingitus; Faliscan: datu; Faroese: gáva; Finnish: lahja; French: présent, cadeau, don; Galician: regalo, agasallo, presente; Georgian: საჩუქარი, ძღვენი, ნაბოძები; German: Geschenk, Präsent, Spende, Gabe; Gothic: 𐌼𐌰𐌹𐌸𐌼𐍃, 𐍆𐍂𐌰𐌲𐌹𐍆𐍄𐍃, 𐌰𐌹𐌱𐍂; Greek: δώρο, δωρεά, χάρισμα; Ancient Greek: ἄγαλμα, ἀκτή, ἀποστολή, ἀρραβών, δεξίαμα, δεξίωμα, δόμα, δονάτιβον, δόσις, δωνατίουον, δωρεά, δώρημα, δῶρον, δωροφορία, δώς, δωτίνη, ἕδνον, ἐκεχείριον, ἐκέχειρον, ἐξαλλαγή, προσφορά; Gujarati: ભેટ, બક્ષિશ; Hawaiian: makana; Hebrew: מַתָּנָה‎, שַׁי‎; Hindi: उपहार, देन, बख़्शिश, सौग़ात, भेंट; Hungarian: ajándék; Icelandic: gjöf; Ido: donacajo; Indonesian: hadiah, kado; Ingush: совгӏат; Interlingua: dono; Irish: bronntanas, tabhartas, féirín; Italian: regalo, dono, presente; Japanese: 贈り物, 贈答品, プレゼント, ギフト, 進物, 礼物; Javanese: hadiah; Kannada: ಕೊಡುಗೆ; Kazakh: сый, сыйлық; Khmer: ជំនូន, អំណោយ; Korean: 선물(膳物), 프레젠트, 기프트; Kurdish Central Kurdish: دیاری‎; Northern Kurdish: diyarî, hediye; Kyrgyz: сыйлык, белек; Ladin: bonaman; Lao: ຂວັນ, ຂອງຂວັນ, ຂອງຕ້ອນ, ເຄື່ອງຕ້ອນ, ຂອງຝາກ, ກຳນັນ; Latgalian: duovona; Latin: donum, munus, xenium; Latvian: dāvana; Lezgi: багъиш; Ligurian: regalu, cadò; Lithuanian: dovana; Luxembourgish: Geschenk, Cadeau, Kaddo, Don, Spend; Macedonian: подарок, дар; Malay: hadiah; Malayalam: സമ്മാനം; Maltese: rigal; Manx: gioot, tortys, nastey; Maore Comorian: zawadi; Maori: koha, kōpare, perehana; Marathi: भेटवस्तू; Marsian: dunom; Mongolian Cyrillic: бэлэг; Ngazidja Comorian: ɓambu, hiɗaya; Norman: persent, présent; Norwegian Bokmål: gave, presang; Nynorsk: gåve, presang; Occitan: present, don; Old English: ġiefu; Old Norse: gipt, gáfa, gjǫf; Old Swedish: gava; Oriya: ଦାନ; Ossetian: лӕвар; Pashto: ارمغان‎, بخشش‎, تارتوک‎, تحفه‎, هديه‎, پېشکش‎; Persian: هدیه‎, پیشکش‎, کادو‎; Plautdietsch: Gow, Jeschenkj; Polish: prezent, dar, podarunek, podarek; Portuguese: presente, prenda; Punjabi: ਉਪਹਾਰ, ਤੋਹਫ਼ਾ; Romanian: cadou, dar; Romansch: regal; Russian: подарок, дар, презент, гостинец; Sanskrit: मघ, उपहार, दान, दुवस्; Scottish Gaelic: tiodhlac; Serbo-Croatian Cyrillic: по̀клон, да̑р; Roman: pòklon, dȃr; Sicilian: rigalu, rijalu, prisenti; Sinhalese: තෑග්ග; Slovak: dar, darček; Slovene: darilo; Sotho: mpho; Spanish: regalo, obsequio; Swahili: zawadi, kipawa; Swedish: present, gåva, skänk; Tagalog: regalo, bigay, pasalubong; Tajik: ҳадя, тӯҳфа, пешкаш, бахшиш; Tamil: பரிசு; Tatar: бүләк; Telugu: కానుక, బహుమతి; Thai: ของขวัญ, ของกำนัล, ของฝาก, กำนัล; Tibetan: རྔན་པ, ལག་རྟགས; Tocharian B: āyor; Tswana: mpho; Turkish: hediye, armağan; Turkmen: peşeş, zehin, sylag; Udmurt: кузьым; Ugaritic: 𐎎𐎉𐎃, 𐎜𐎌𐎐; Ukrainian: подарунок, дарунок, дар, ралець, презент, гостинець; Urdu: تُحْفَہ‎, سَوْغات‎, ہَدِیَہ‎, بَخْشِش‎, عَطِیَّہ‎; Uyghur: سوۋغات‎, سوۋغا‎, تارتۇق‎, ھەدىيىلىك‎; Uzbek: sovg'a, tuhfa; Vestinian: duno; Vietnamese: quà, quà tặng, quà biếu; Volapük: legivot; Walloon: bistoke, cado, prezint; Welsh: anrheg; West Frisian: jefte; Wolof: yóobal; Xhosa: isipho; Yakut: бэлэх; Yiddish: גאָב‎, מתּנה‎, געשאַנק‎; Yoruba: ẹ̀bùn; Yup'ik: cikirun; Zazaki: hediye, peskes; Zulu: isipho, isiphiwo, umkhungo

payment

Arabic: دَفْع‎; Hijazi Arabic: دَفْع‎; Armenian: վճարում; Aromanian: platã, arugã; Azerbaijani: ödəniş; Basque: ordainketa, ordaintze; Belarusian: аплата, плата, плацеж; Bulgarian: плащане, платеж; Catalan: pagament; Chinese Mandarin: 付款; Czech: platba; Danish: betaling; Dutch: betaling; Estonian: makse; Finnish: maksu; French: paiement, payement; Galician: pagamento, pago, paga; Georgian: გადასახადი; German: Bezahlung; Greek: πληρωμή; Ancient Greek: ἀπόδοσις, ἀπότισις, διευλύτησις, δόσις, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἔκτισις, ἔσεισις, εὐλύτησις, εὐλύτωσις, μισθοπορία, μισθός, μισθοφορία, πώλημα, τίσις, φορά, χειροδόσιον, χρεωλύτησις; Hungarian: fizetés, kifizetés, befizetés, törlesztés, kiegyenlítés, lerovás, megfizetés; Indonesian: pembayaran; Ingrian: makso; Irish: íocaíocht; Italian: pagamento; Japanese: 支払い, 入金; Korean: 지불(支拂), 변제(辨濟); Latin: pensio; Latvian: maksājums; Lithuanian: mokėjimas; Macedonian: плаќање; Malay: bayaran; Maori: utunga; Norman: paiement; Norwegian Bokmål: betaling; Persian: پرداخت‎; Polish: zapłata, wypłata, opłata, płatność; Portuguese: pagamento; Romanian: plată, plătire; Russian: платёж, оплата, плата, уплата, выплата; Scottish Gaelic: dìoladh; Serbo-Croatian Cyrillic: плаћање; Roman: plaćanje; Slovak: platba; Slovene: plačilo; Spanish: pago; Swahili: malipo; Swedish: betalning; Telugu: చెల్లింపు; Turkish: ödeme; Ukrainian: платі́ж, плата; Urdu: ادائیگی‎; Welsh: talu

contribution

Afrikaans: bydrae; Arabic: مُسَاهَمَة; Armenian: ներդրում, օժանդակություն, աջակցություն, ավանդ; Belarusian: унёсак, уклад; Bulgarian: принос, участие; Catalan: contribució; Chinese Mandarin: 貢獻, 贡献; Crimean Tatar: isse; Czech: příspěvek; Danish: bidrag; Dutch: bijdrage, contributie; Esperanto: kontribuo; Estonian: panus; Finnish: myötävaikutus; French: contribution; Galician: contribución; Georgian: წვლილი; German: Beitrag; Greek: εισφορά; Ancient Greek: ἀποφορά, ἀποφορή, δόσις, εἰσφορά, ἐπίδομα, ἔρανος, ἐσφορά, μερίς, μετάδοσις, ξυμφορά, σύλλεξις, συμβολή, συμφορά, συμφορή, συνείσδοσις, συνεισφορά, συντέλεσμα, τέλεσμα; Hebrew: תְּרוּמָה; Hindi: योगदान; Hungarian: hozzájárulás; Ido: kontributajo; Indonesian: peran; Italian: contributo; Japanese: 貢献; Korean: 기여(寄與), 공헌(貢獻); Latin: stips; Luxembourgish: Kontributioun; Macedonian: придонес; Malayalam: സംഭാവന; Maori: whakapoha; Navajo: akʼeʼeeshchínígíí; Nepali: योगदान; Norwegian Bokmål: bidrag; Nynorsk: bidrag; Persian: همکاری; Plautdietsch: Beschäarunk, Biedrach; Polish: wkład; Portuguese: contribuição; Romanian: contribuție; Russian: вклад, участие; Scots: contreibution; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏принос, контрибуција; Roman: dȍprinos, kontribúcija; Slovak: príspevok; Slovene: prispevek; Spanish: contribución, aporte, cotización; Swedish: bidrag; Tagalog: ambag, tap-ong; Turkish: katkı, katılım payı; Ukrainian: внесок; Welsh: cyfraniad; Yiddish: בײַשטײַערונג