A v. κείω. κεώδης· καθαρός, and κεώσατο· καθήρατο, Hsch.; cf. κηώδης, κήϊα. κεῶεν ὄζει· εὐωδεῖ, Id. (Neut. of Κεώεις = κηώεις.)
[Seite 1429] = κείω, Od. 7, 342 ὄρσεο κέων, geh', um dich schlafen zu legen.
κέω: ἴδε ἐν λέξ. κείω.