κηώεις

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηώεις Medium diacritics: κηώεις Low diacritics: κηώεις Capitals: ΚΗΩΕΙΣ
Transliteration A: kēṓeis Transliteration B: kēōeis Transliteration C: kioeis Beta Code: khw/eis

English (LSJ)

κηώεσσα, κηώεν, = κηώδης (smelling as of incense, fragrant), ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ κηώεντι Il. 3.382 ; ἐς θάλαμον… κηώεντα 6.288, etc. ; μύρον AP 7.218.9 (Antip.Sid.) ; ἄνθεα Nonn. D. 12.257 ; neut. κηῶεν Hsch. ; cf. κεῶεν.

German (Pape)

[Seite 1436] εσσα, εν, dasselbe, duftig; θάλαμος, neben εὐώδης Il. 3, 382; 6, 288 u. öfter, wie sp. D.; μύρῳ Antp. Sid. 83 (VII, 218); Ἀραβίη D. Per. 936; λοχείη Nonn. D. 16, 270; Tryphiod. 464.

French (Bailly abrégé)

ώεσσα, ῶεν;
c. κηώδης.

Russian (Dvoretsky)

κηώεις: ώεσσα, ῶεν Hom., Anth. = κηώδης.

Greek (Liddell-Scott)

κηώεις: -εσσα, εν, = κηώδης, ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ κηώεντι Ἰλ. Γ. 382· ἐς θάλαμον... κηώεντα Ζ. 288, κτλ.· μύρον Ἀνθ. Π. 7. 218, κτλ.· ― ἴδε κηώδης.

English (Autenrieth)

κηώδης.

Greek Monolingual

κηώεις, -εσσα, -εν (Α)
1. κηώδης, ευώδης
2. (το ουδ.) κηῶεν
(κατά τον Ησύχ.) «μέλαν, καθαρόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρ. του αμάρτυρου ουδ. κῆFος (βλ. λ. κηώδης) + κατάλ. -όεις (πρβλ. κυματόεις, λοφόεις). Το -ω- από μετρική έκταση].

Greek Monotonic

κηώεις: -εσσα, -εαν = κηώδης, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

κηώεις, εσσα, εν = κηώδης, Il.]