πυροφεγγής
From LSJ
German (Pape)
[Seite 824] ές, = πυριφεγγής, Orac. Sib.; vgl. Lob. Phryn. 686.
Greek (Liddell-Scott)
πῠροφεγγής: -ές, = πυριφεγγής, Χρησμ. Σιβ. 8. 435.
[Seite 824] ές, = πυριφεγγής, Orac. Sib.; vgl. Lob. Phryn. 686.
πῠροφεγγής: -ές, = πυριφεγγής, Χρησμ. Σιβ. 8. 435.