οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality
SourceGerman (Pape)
[Seite 279] ἡ, trockner Leim, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ξηρόκολλα: (ἧττον ὀρθῶς ξηροκόλλα), ξηρὰ κόλλα, δηλ. κόλλα τῶν μετάλλων, μεταλλική, κόλλαν ἣν ἕνιοι ξηρόκολλαν καλοῦσι Ἀέτ. 2, 222· «σύνθεσίς τις παρὰ τοῖς χρυσουργοῖς» Ἡσύχ.