συνεξορθιάζω

Revision as of 09:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

   A excite together, φόβῳ (s.v.l.) Plu.2.998e.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξορθιάζω: ἐξορθριάζω ὁμοῦ, συνδιεγείρω, «σκόπει δὲ καὶ τὴν ἐν τῇ τραγῳδία Μερόπην... ὅσον ἐν τῷ θεάτρῳ κίνημα ποιεῖ συνεξορθιάζουσα φόβῳ» Πλούτ. 2. 998Ε.