ἔρειο
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek (Liddell-Scott)
ἔρειο: Ἐπ. προστ. τοῦ ἔρομαι (ἐρωτῶ), Ἰλ. Λ. 611.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ἔρειο: Ἐπ. προστ. τοῦ ἔρομαι (ἐρωτῶ), Ἰλ. Λ. 611.