(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Greek (Liddell-Scott)
πρωινὸς: [ῐ], ή, όν, μεταγεν. καὶ ἀδόκιμος τύπος τοῦ πρώιος (ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332, 333), Ἑβδ. (Γέν. ΜΘ´, 27, Ἔξοδ. ΚΘ´, 41, κ. ἀλλ.), Πλούτ. 2. 726Ε, Βαβρ. 97. 17, Ἀθήν. 11C κτλ. Ἐπίρρ. -νῶς, Σουΐδ.