ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
πρωινὸς: [ῐ], ή, όν, μεταγεν. καὶ ἀδόκιμος τύπος τοῦ πρώιος (ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332, 333), Ἑβδ. (Γέν. ΜΘ´, 27, Ἔξοδ. ΚΘ´, 41, κ. ἀλλ.), Πλούτ. 2. 726Ε, Βαβρ. 97. 17, Ἀθήν. 11C κτλ. Ἐπίρρ. -νῶς, Σουΐδ.