ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
[Seite 711] Schafe hütend, Sp.
προβᾰτόφρουρος: -ον, ὁ, φρουρῶν φυλάττων πρόβατα, Κ. Μανασσ. Χρον. 6539.