δικαιοδότης
English (LSJ)
ου, ὁ, = Lat.
A juridicus, at Alexandria, Str.17.1.12, POxy.237vii39 (ii A. D.), etc.: generally, δ. τοῦ ἔθνους governor of the province, J.AJ18.1.1; = Lat. legatus juridicus, δ. Σπανίας DessauInscr.Lat.Sel.8842.
German (Pape)
[Seite 626] ὁ, der Rechtertheilende, Richter, Strab. XVII, 797 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δικαιοδότης: -ου, ὁ, δικαστής, Λατ. juridicus, ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, Στράβων 797· -ἐπίθ. -δοτικός, ή, όν, Βυζ.