καλλίρρειθρος
From LSJ
ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
Greek (Liddell-Scott)
καλλίρρειθρος: -ον, ἔχων καλὰ ῥεῖθρα, ῥέων τῷ λόγῳ κατὰ πηγάδα καλλίρρειθρον Ν. Χων. σ. 148. 16, ἔκδ. Β.
ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
καλλίρρειθρος: -ον, ἔχων καλὰ ῥεῖθρα, ῥέων τῷ λόγῳ κατὰ πηγάδα καλλίρρειθρον Ν. Χων. σ. 148. 16, ἔκδ. Β.