καλλίρρειθρος

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468

Greek (Liddell-Scott)

καλλίρρειθρος: -ον, ἔχων καλὰ ῥεῖθρα, ῥέων τῷ λόγῳ κατὰ πηγάδα καλλίρρειθρον Ν. Χων. σ. 148. 16, ἔκδ. Β.

Greek Monolingual

καλλίρρειθρος, -ον (Μ)
καλλιρέεθρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + ῥεῖθρον (< ῥέω)].