καλλίρρειθρος
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
Greek (Liddell-Scott)
καλλίρρειθρος: -ον, ἔχων καλὰ ῥεῖθρα, ῥέων τῷ λόγῳ κατὰ πηγάδα καλλίρρειθρον Ν. Χων. σ. 148. 16, ἔκδ. Β.
Greek Monolingual
καλλίρρειθρος, -ον (Μ)
καλλιρέεθρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + ῥεῖθρον (< ῥέω)].