σπόγγισμα
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
German (Pape)
[Seite 922] τό, das mit dem Schwamm Abgewischte, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
σπόγγισμα: τό, τὸ διὰ σπόγγου ἀποματτόμενον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.