καρχαρίας

Revision as of 09:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

ου, ὁ, a kind of

   A shark, so called from its saw-like teeth, Pl.Com.173.13, Mnesim.4.36 (anap.), Thphr.HP4.7.2, Numen. ap. Ath.7.327a: metaph., ἁ γαστὴρ ὑμέων κ. Sophr.46.

German (Pape)

[Seite 1332] ὁ, eine Haifischart, nach den scharfen Zähnen benannt, Ath. I, 5 d u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

καρχᾱρίας: -ου, ὁ, εἶδος μεγάλου ἰχθύος οὕτω καλουμένου ἐκ τῶν ὀξέων αὐτοῦ ὀδόντων, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 306D, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 1.13, Φιλόξεν. παρ’ Ἀθην. 5D.―Κατὰ Κοραῆν (ἐν σημ. Ξενοκρ. σ. 72) «κύνας δέ, ὃ πρῶτον ἔταξεν Ὀππιανός, ἄγριον ἐπονομάσας. καὶ εἶεν ἂν οὗτοι οἱ καὶ καρχαρίαι καλούμενοι (Γαλλ. requins) πάντων ὠμοβορώτατοι τῶν κυνῶν. οὓς καὶ σκύλλας, πρὸς δὲ καὶ λαμίας (καθὰ καὶ νῦν ἔτι καλοῦμεν αὐτὰς ἐν τῇ συνηθείᾳ) ἐκάλουν ἕτεροι, ὥς φησι Νίκανδρος (παρὰ τῷ Ἀθην. 306), τὰς αὐτὰς οὔσας ταῖς ὑπὸ τοῦ Ὀππιανοῦ (Ἁλ. Α´, 370, Ε´, 36 καὶ 358) καλουμέναις λάμναις» κτλ.