ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
ἀγκιστροειδῶς: ἐπίρρ. ὡς ἄγκιστρον· «ἠγκίστρευται, ἀγκιστροειδῶς συμπέφυκεν», Ἐρωτ. σ. 174.