εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes
ἀγκιστροειδῶς: ἐπίρρ. ὡς ἄγκιστρον· «ἠγκίστρευται, ἀγκιστροειδῶς συμπέφυκεν», Ἐρωτ. σ. 174.