ἀγκιστροειδῶς

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκιστροειδῶς: ἐπίρρ. ὡς ἄγκιστρον· «ἠγκίστρευται, ἀγκιστροειδῶς συμπέφυκεν», Ἐρωτ. σ. 174.