ἐπίτακτος

Revision as of 09:45, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A enjoined, prescribed, μέτρον Pi.P.4.236 ; of the labours of Heracles, Call.Fr.7.38 P.    2 ἐπίτακτα, τά, injunctions, orders, IG5(1).1432 (Messene, i B.C./i A.D.).    II drawn up behind, οἱ ἐ. the reserve of an army, Th.6.67 ; ἐ. σπεῖραι Plu.Sull.17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτακτος: -ον, ἐπιβεβλημένος, προγεγραμμένος, ὡρισμένος, μέτρον Πινδ. Π. 4. 421, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 120. ΙΙ. παρατεταγμένος ὄπισθεν, οἱ ἐπίτακτοι, ἡ ἐφεδρεία στρατοῦ, Θουκ. 6. 67· ἐπ. σπεῖρα Πλουτ. Σύλλ. 17.