ἐφεδρεία
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
English (LSJ)
ἡ,
A a sitting upon, ἐπὶ δένδρεσι Arist.HA614b6; ἡ ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς ἐφεδρεία Id.IA713a21.
II sitting by, waiting for one's turn, of pugilists, etc., drawing byes, Pl.Lg.819b.
2 in war, reserve, Plb.1.9.2, D.S.17.12, D.H.9.57 (pl.): but in plural, observation posts, Ath.Mech.16.4.
III lying near, protection, ἡ τῶν πολεμίων ἐφεδρεία Plb.23.16.2; station, post, τῷ φυγόντι ἐξ ἐφεδρείας Id.1.17.11; lying in wait, Plu.Flam.8, Onos.14.1.
IV watchfulness against symptoms of disease, περὶ ἐφεδρείας, title of work by Antonius the Epicurean, Gal.5.1. (sometimes written ἐφεδρία.)
German (Pape)
[Seite 1113] ἡ, das Daraufsitzen, ἡ ἐπὶ τοῖς δένδρεσιν ἐφ. Arist. H. A. 9, 9. – Dah. das Aufpassen, Auflauern, καὶ κατασκοπή Plut. Flamin. 8; das Darauffolgen, Eintreten des neuen Fechters, πυκτῶν καὶ παλαιστῶν Plat. Legg. VII, 819 b; dah. im Kriege die Reserve, Pol. 1, 9, 2; ἐφεδρείας ἔχοντες τάξιν 3, 45, 5, öfter, wie Sp., D. Hal. 9, 57; D. Sic. 14, 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de s'asseoir auprès ; action d'observer, action d'épier ; embûche (cf. lat. insidiae).
Étymologie: ἐφεδρεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐφεδρεία: ἡ
1 сидение (ἐπὶ τοῖς δένδρεσι, ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς Arst.);
2 засада (ἐφεδρείας ἕνεκα καὶ κατασκοπῆς Plut.);
3 (о готовых к состязанию борцах), ожидание очереди (πυκτῶν καὶ παλαιστῶν Plat.);
4 вспомогательные отряды, резервы (ἐφεδρείαν ἀπολιπεῖν ἐν τῇ πόλει Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφεδρεία: ἡ, τὸ καθῆσθαι ἐπί τινι, ἐπὶ δένδρεσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 2· ἡ ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς ἐφ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Πορείας 15. 8. ΙΙ. τὸ νὰ κάθηταί τις πλησίον ἀναμένων τὴν σειράν του, ἐπὶ πυγμάχων κτλ., Πλάτ. Νόμ. 819Β. 2) ἐν πολέμῳ, ἡ δύναμις ἡ ἐπιτηροῦσα καὶ οὖσα ἕτοιμος ὅπως ἀνακουφίσῃ τὰ κινδυνεύοντα μέρη τοῦ μαχομένου στρατοῦ, Λατιν. Subsidia, Πολύβ. 1. 9, 2. ΙΙΙ. τὸ κεῖσθαι πλησίον, παραμονεύειν, ἡ τῶν πολεμίων ἐφ. Πολύβ. 24. 12, 2· τὸ ἐνεδρεύειν, Λατ. insidiae, Πλούτ. ἐν Φλαμιν. 8.
Greek Monolingual
η (Α ἐφεδρεία) εφεδρεύω
1. το να εφεδρεύει, να κάθεται κάποιος πάνω σε κάτι («ἔχει δὲ καὶ τοὺς ὄνυχας βελτίους τῶν κολοιῶν, πεφυκότας πρὸς τὴν ἀσφάλειαν τὴς ἐπὶ τοῖς δένδρεσιν ἐφεδρείας», Αριστοτ.)
2. πολεμική δύναμη που παρακολουθεί από κοντά τα μαχόμενα τμήματα του στρατού και είναι έτοιμη να συνδράμει σε ενδεχόμενο κίνδυνο
νεοελλ.
1. το σύνολο τών πολιτών που απολύθηκαν από τον ενεργό στρατό μετά τη λήξη της θητείας τους και μπορούν ν' ανακληθούν σε καιρό επιστράτευσης
2. απόθεμα, παρακαταθήκη
αρχ.
1. το να παραμονεύει κάποιος σ' έναν τόπο, η ενέδρα («πιστεύσαντες τῇ τῶν πολεμίων ἐφεδρείᾳ», Πολ.)
2. η θέση αυτού που ενεδρεύει, το πόστο («θάνατος ἔστι τῷ φυγόντι ἐξ ἐφεδρείας», Πολ.)
3. ιατρ. η προσεκτική παρακολούθηση τών συμπτωμάτων και της εξέλιξης κάποιας νόσου («Περὶ ἐφεδρείας» — τίτλος έργου του Αντωνίου του Επικουρίου)
4. (για αθλητή που ευνοήθηκε κατά την κλήρωση) η αναμονή προκειμένου ν' αγωνιστεί με τους νικητές τών προκριματικών αγώνων.
Greek Monotonic
ἐφεδρεία: ἡ,
I. κάθισμα πάνω σε κάτι.
II. το να κάθεται κάποιος κοντά, περιμένοντας τη σειρά του, λέγεται για πυγμάχους, σε Πλάτ.· ενέδρευση, καρτέρι, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐφεδρεία, ἡ,
I. a sitting upon.
II. a sitting by, waiting for one's turn, of pugilists, Plat.: a lying in wait, Plut. [from ἐφεδρεύω