περικεράννυμαι
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek (Liddell-Scott)
περικεράννῠμαι: Παθ., ἀναμιγνύομαι καὶ χύνομαι ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 924Β· διάφορ. γραφὴ περικρεμάμενον.