ἀναξηρασία
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀναξήρανσις, Thphr.Fr.171.12.
German (Pape)
[Seite 200] ἡ, = ἀναξήρανσις, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναξηρᾰσία: ἡ = ἀναξήρανσις, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 12.
ἡ,
A = ἀναξήρανσις, Thphr.Fr.171.12.
[Seite 200] ἡ, = ἀναξήρανσις, Theophr.
ἀναξηρᾰσία: ἡ = ἀναξήρανσις, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 12.