αἱμορροέω
English (LSJ)
A to lose blood, Hp.Coac.86, 110, Aristobul.32, etc.; to have a αἱμόρροια, LXXLe.15.33, Ev.Matt.9.20.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμορροέω: πάσχω ἐκ ῥοῆς αἵματος, Ἱππ. 129Η, 133Α, κτλ.: = ἔχω αἱμόρροιαν, Εὐαγ. κ. Ματθ. θ΄, 20.
A to lose blood, Hp.Coac.86, 110, Aristobul.32, etc.; to have a αἱμόρροια, LXXLe.15.33, Ev.Matt.9.20.
αἱμορροέω: πάσχω ἐκ ῥοῆς αἵματος, Ἱππ. 129Η, 133Α, κτλ.: = ἔχω αἱμόρροιαν, Εὐαγ. κ. Ματθ. θ΄, 20.