διακομιστής
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
German (Pape)
[Seite 582] ὁ, der Ueberbringer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακομιστής: -οῦ, ὁ, ὁ μεταφέρων, μεταβιβάζων, ἐπιστολῶν Συνέσ. 1345Β (Migne).