ἐκθηράομαι
English (LSJ)
A hunt out, catch, X.Cyn.5.25, Plu.Pomp.26 ; τῇ ἀκοῇ πότερον.. Max.Tyr.31.3.
German (Pape)
[Seite 760] herausjagen u. fangen, Xen. Cyn. 5, 25; Plut. Pomp. 26, die Seeräuberschiffe.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθηράομαι: ἀποθ. θηρεύω, κυνηγῶ, κυνηγῶν συλλαμβάνω, Ξεν. Κυν. 5. 25. Πλουτ. Πομπ. 26.