ἀλλάγιον

From LSJ
Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλάγιον: -ου, τό, (ἀλλαγή) ἀνταλλαγὴ αἰχμαλώτων, «ποιῆσαι ἀλλάγιον τῶν κρατουμένων αἰχμαλώτων», Γενέσ. 63,19, Κωνστ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 570, 14, Θεοφάν. Κοντιν. 419, 16. 2) σῶμα στρατιωτικόν, σωματοφυλακή, «τὴν αὐτοῦ (τοῦ βασιλέως) μοῖραν, τὸ λεγόμενον συνήθως ἀλλάγιον», Κωνστ. Πορφ. De admin. Imp. 126, 16. Ἀταλλ. 149, 21.