πρακτόρεια
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Greek (Liddell-Scott)
πρακτόρεια: ας, ἡ, θηλ. τοῦ πράκτωρ, Ἀπολλώνιος Δ. περὶ Συνδ. 499, 28.
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
πρακτόρεια: ας, ἡ, θηλ. τοῦ πράκτωρ, Ἀπολλώνιος Δ. περὶ Συνδ. 499, 28.