αἱματόω

Revision as of 09:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

   A make bloody, stain with blood, αἱμάτου θεᾶς βωμόν E. Andr.260; διὰ παρῇδος ὄνυχα . . αἱματοῦτε Id.Supp.77:—Pass., μηδὲν αἱματώμεθα A.Ag.1656; κρᾶτας αἱματούμενοι E.Ph.1149; ᾑματωμένη χεῖρας Id.Ba.1135, cf. Ar.Ra.476, Th.7.84, X.Cyr.1.4.10, etc.    2 slay, aor. αἱματῶσαι S.Fr.987.    II turn into blood, τὴν τροφήν Gal. 8.379:—Pass., Ruf.Ren.Ves.5.2, Gal.17(2).692.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτόω: μέλλ. -ώσω, καθαιμάσσω, αἱματώνω, βρέχω δι’ αἵματος, αἱμάτου θεᾶς βωμόν, Εὐρ. Ἀνδρ. 260· διὰ παρῇδος ὄνυχα ... αἱματοῦτε, ὁ αὐτ. Ἱκ. 77. ― Παθ. μηδὲν αἱματώμεθα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1656· κρᾶτας αἱματούμενοι, Εὐρ. Φοίν. 1149· ᾑματωμένη χεῖρας, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1135· πρβλ. Ἀριστ. Βατρ. 476. Θουκ. 7. 84. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 10. 2) σφάζω, φονεύω, ἀόρ. αἱματῶσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 814. ΙΙ. μεταβάλλω τι εἰς αἷμα, Ἰατρ.