σιταγέρτης

Revision as of 10:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἀγείρω)

   A collector of corn for state purposes, commissary, Tab.Heracl.1.102,177.

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, der Getreideeinnehmer, Einsammler bei öffentlichen Magazinen, Proviantmeister, Tab. Heracl.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτᾰγέρτης: -ου, ὁ, (ἀγείρω) ὁ συνάγων σῖτον χάριν τῆς πολιτείας, ὁ σιτώνης, ὁ εἰσπράκτωρ τῶν γεννημάτων τοῦ δημοσίου, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 177· οἱ τοιοῦτοι καλοῦνται ἀγέρται οἱ ἀπὸ σιτωνίας ἔν τινι Ταυρομ. Ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 ΙΙΙ. 34), ἢ ἁπλῶς ἀγέρται αὐτόθι 1. 35, κ. ἀλλ.· πρβλ. σιτολόγος, σιτοφύλαξ.