ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
θυφλός: -ή, -όν, (= τυφλός) Ἐπιγρ. πηλ. ἀγγείου Κύμης τῆς ἐν Ἰταλία CIG. 8337.