συναγυρμός

Revision as of 10:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ὁ,

   A bringing together, collecting, φρονήσεως Pl.Plt.272c; τροφῆς D.H.12.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 996] ὁ, das Sammeln, Zusammenbringen, φρονήσεως Plat. Polit. 272 c.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγυρμός: ὁ, τὸ συναγείρειν, συναθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγειν, συλλογή, ἄθροισις, τροφῆς Διόν. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. xxxi Didot.· τῆς φρονήσεως Πλάτ. Πολιτ. 272C.