συναγυρμός

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγυρμός Medium diacritics: συναγυρμός Low diacritics: συναγυρμός Capitals: ΣΥΝΑΓΥΡΜΟΣ
Transliteration A: synagyrmós Transliteration B: synagyrmos Transliteration C: synagyrmos Beta Code: sunagurmo/s

English (LSJ)

ὁ, bringing together, collecting, φρονήσεως Pl.Plt. 272c; τροφῆς D.H.12.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 996] ὁ, das Sammeln, Zusammenbringen, φρονήσεως Plat. Polit. 272 c.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναγυρμός -οῦ, ὁ [συναγείρω] het verzamelen.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγυρμός:собирание, накопление (φρονήσεως Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγυρμός: ὁ, τὸ συναγείρειν, συναθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγειν, συλλογή, ἄθροισις, τροφῆς Διόν. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. xxxi Didot.· τῆς φρονήσεως Πλάτ. Πολιτ. 272C.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. συναγερμός.