καταπότιον

From LSJ
Revision as of 10:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

German (Pape)

[Seite 1372] τό, = Folgdm, eigentlich dim. dazu, Theophr, u. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

καταπότιον: τό, τὸ καταπινόμενον, καταπότι, «χάπι», καὶ τὴν ἀπαλλαγὴν θᾶττον ποιεῖν καταπότιον δοθὲν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2., 9. 8, 3· δίδοται καὶ κοιλιακοῖς καταπότιον Διοσκ. π. Ὀρειβ. σ. 163, 217, 347κ. Γαλην., Παῦλ. Αἰγ. 7, 5.