Μαχάων
Greek (Liddell-Scott)
Μᾰχάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, υἱὸς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ὁ πρῶτος μνημονευόμενος χειρουργός, Ἰλ. Β. 732, κ. ἀλλ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ μάχαιρα, πρβλ. μαχαίριον).
Μᾰχάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, υἱὸς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ὁ πρῶτος μνημονευόμενος χειρουργός, Ἰλ. Β. 732, κ. ἀλλ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ μάχαιρα, πρβλ. μαχαίριον).