στρουθίζω

Revision as of 10:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

   A chirp like a στρουθός, twitter, Ar.Fr.947 = Com.Adesp. 1155, Thd.Is.10.14, 38.14.    II cleanse with the herb στρούθειον, PSI4.429.16 (iii B.C.), Dsc.2.74, PHolm.15.2.

German (Pape)

[Seite 956] 1) wie ein στρουθός piepen, schreien, schwatzen. – 2) mit dem Kraute στρουθίον reinigen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

στρουθίζω: λαλῶ ὡς στρουθός, ᾄδω, κελαδῶ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 717. ΙΙ. καθαρίζω διὰ τῆς βοτάνης τῆς καλουμένης στρουθίον, Διοσκ. 2. 84.