στρουθίζω

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρουθίζω Medium diacritics: στρουθίζω Low diacritics: στρουθίζω Capitals: ΣΤΡΟΥΘΙΖΩ
Transliteration A: strouthízō Transliteration B: strouthizō Transliteration C: strouthizo Beta Code: strouqi/zw

English (LSJ)

A chirp like a στρουθός, twitter, Ar.Fr.947 = Com.Adesp. 1155, Thd.Is.10.14, 38.14.
II cleanse with the herb στρούθειον, PSI4.429.16 (iii B.C.), Dsc.2.74, PHolm.15.2.

German (Pape)

[Seite 956] 1) wie ein στρουθός piepen, schreien, schwatzen. – 2) mit dem Kraute στρουθίον reinigen, Diosc.

Russian (Dvoretsky)

στρουθίζω: чирикать, щебетать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

στρουθίζω: λαλῶ ὡς στρουθός, ᾄδω, κελαδῶ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 717. ΙΙ. καθαρίζω διὰ τῆς βοτάνης τῆς καλουμένης στρουθίον, Διοσκ. 2. 84.

Greek Monolingual

ΜΑ
κελαηδώ σαν σπουργίτης
(αρχ) καθαρίζω έρια ή υφάσματα με στρουθειον, με σαπουνόχορτο («λαβὼν ἔρια μαλακὰ οἰσυπηρά, ἔκπλυνον, ἐστρουθισμένα θερμῷ ὕδατι», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός. Το ρ. με τη σημ. «καθαρίζω υφάσματα» < στρούθειον.